δημοσιώνης

δημοσιώνης
δημοσιώνης, ο (Α)
(κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο ενοικιαστής τών δημόσιων προσόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημόσιος + ωνούμαι «αγοράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δημοσιώνης — farmer of the revenue masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιωνῶν — δημοσιώνης farmer of the revenue masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιῶναι — δημοσιώνης farmer of the revenue masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιώναις — δημοσιώνης farmer of the revenue masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημοσιώνας — δημοσιώνᾱς , δημοσιώνης farmer of the revenue masc acc pl δημοσιώνᾱς , δημοσιώνης farmer of the revenue masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] …   Dictionary of Greek

  • προσοδικός — ή, όν, Α [πρόσοδος] 1. αυτός που αποφέρει προσόδους, παραγωγικός, προσοδοφόρος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσοδικός ενοικιαστής δημόσιων προσόδων, δημοσιώνης* 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προσοδικά οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”